θνησιγονία

θνησιγονία
η
1. η γέννηση νεκρού βρέφους
2. η τάση για γέννηση θνησιγενών νεογνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + -γονία < γόνος (πρβλ. αρχαιο-γονία, ιδιο-γονία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θνησιγονία — η γέννηση νεκρού νεογνού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τερατογονικότητα — η, Ν (ιατρ. φαρμ.) η ιδιότητα μιας φαρμακευτικής ουσίας να προκαλεί συγγενείς διαμαρτίες διαπλάσεως οι οποίες οδηγούν σε θνησιγονία ή σε γέννηση τεράτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. teratogenicity < terato (< τέρας, ατος) + genicity …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”